ἀσελγοῦς

ἀσελγοῦς
ἀσελγής
licentious
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • блоудьныи — (157) пр. к блоудъ. 1.В 1 знач.: идѣ же суть путье блуднии и па(ч) же и погибель. не дѣлесно быва˫а. и расматрѩ˫а не подобна˫а. в немь же блѩднѣ и блудьство. (φατρίαι) ФСт XIV, 198а; в роли с.: Иже кромѣ бж(с)твьны˫а цр҃кви кромѣ бл҃гословлени˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ασέλγεια — Κάθε ακόλαστη πράξη που αποσκοπεί στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής. Υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί των εγκλημάτων α., με κυριότερους τον εξαναγκασμό σε α., την κατάχρηση σε α. (εξώγαμη συνουσία με άτομο που δεν έχει σώας τας φρένες),… …   Dictionary of Greek

  • καλλαβίς — καλλαβίς, ἡ (Α) είδος ασελγούς ορχήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προήλθε είτε από *κάλλαβος είτε, κατ άλλους, από *καταλαβίς] …   Dictionary of Greek

  • μακτρισμός — μακτρισμός, ὁ (Α) είδος αρχαίου ασελγούς χορού, απόκινος* («τὴν δ ἀπόκινον καλουμένην ὄρχησιν... ὕστερον μακτρισμὸν ὠνόμασαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» με επίδραση τών μακτήρ, μάκτρα, μέσω ενός αμάρτυρου *μακτρίζω… …   Dictionary of Greek

  • σκομβρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. γογγύζω 2. (σχετικά με ένα είδος ασελγούς παιχνιδιού) χτυπώ κάποιον με τα χέρια ή με τα πόδια στους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί». Η σημ. τού ρ. «χτυπώ κάποιον στους γλουτούς» οφείλεται κατά μία άποψη στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”